παρεμμίγνυμι

παρεμμίγνυμι
και παρεμμίσγω ΜΑ
αναμιγνύω επί πλέον, προσθέτω και άλλη ποσότητα σε ένα μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμμίγνυμι / ἐμμίσγω «αναμιγνύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”